πασιφιστής

πασιφιστής
ο, θηλ. πασιφίστρια
ο οπαδός τού πασιφισμού, ο ειρηνιστής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < γαλλ. pacifiste < ρ. pacifier (βλ. λ. πασιφισμός)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • πασιφιστικός — ή, ό [πασιφιστής] ο σχετικός με τον πασιφισμό …   Dictionary of Greek

  • ειρηνιστής — ο ο οπαδός του ειρηνισμού (βλ. λ.), ειρηνόφιλος, πασιφιστής, πασιφίστας …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”